- βουνοπλαγιά
- η , βουνόπλαγο τό косогор, склон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουνοπλαγιά — η η πλαγιά του βουνού: Μπορείς να έχεις την καλύτερη θέα του κάμπου από τη βουνοπλαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουνοπλαγιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 664 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων και μέχρι το 1928 ονομαζόταν Ζέλοβα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασαρώνος. * * * η και βουνοπλάγι, το και βουνόπλαγο … Dictionary of Greek
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek
αετοράχη — και αϊτοράχη, η απόκρημνη βουνοπλαγιά, προσιτή μόνο σε αετούς … Dictionary of Greek
αιπύνωτος — αἰπύνωτος, ον (Α) που βρίσκεται σε ψηλή ράχη, σε ψηλή βουνοπλαγιά (για τη Δωδώνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς* + νῶτον] … Dictionary of Greek
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
διάρραχο — το ράχη βουνού, βουνοπλαγιά … Dictionary of Greek
κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] … Dictionary of Greek
πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
πλαγιάδα — η, Ν πλαγιά, βουνοπλαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιά, κατά το πεδιάδα] … Dictionary of Greek
πολύκνημος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές προσβάσεις σε βουνά, ο ορεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκμητον το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ζιζιφόρος η κεφαλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κνημος (< κνημός «κατωφερής βουνοπλαγιά, ρίγανη»), πρβλ. βαθύ… … Dictionary of Greek